αλητεία

αλητεία
Η άσκοπη περιπλάνησηη τυχοδιωκτική ζωή, η αγυρτεία. Στην κατάσταση αυτή περιέρχονται οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν στέγη, στερούνται τα μέσα της συντήρησής τους και περιφέρονται χωρίς σκοπό. Στον Μεσαίωνα μια μορφή αλητείας ήταν τα τάγματα των επαιτών Φραγκισκανών μοναχών που παρουσιάζονταν ως αλήτες του Θεού. Στα νεότερα χρόνια η α. απαγορεύτηκε και οι αλήτες θεωρούνταν κοινωνικά παράσιτα που επιδίδονταν στην κλοπή, στη ζητιανιά και στην ανομία. Η άτακτη ζωή των αλητών τούς καθιστά επιρρεπείς στις παραβιάσεις του ποινικού νόμου. Κάθε αλήτης όμως δεν σημαίνει ότι είναι και εγκληματίας. Οι σημερινές συνθήκες της ζωής, ιδιαίτερα στις δυτικές κοινωνίες, και τα ιδιότυπα προβλήματα που θέτουν στην ανθρώπινη προσωπικότητα, επιτρέπουν μια πιο ελαστική αντιμετώπιση του φαινομένου της α., που, εφόσον δεν συνδυάζεται με παραβιάσεις του ποινικού νόμου, μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως ένας από τους πολλούς τρόπους ζωής με προεκτάσεις πιθανής κοινωνικής διαμαρτυρίας. Από νομική άποψη, η α. ήταν μέχρι πρόσφατα αδίκημα που επέφερε ακόμα και φυλάκιση. Όμως, το 1994 καταργήθηκε το σχετικό άρθρο (408) του Ποινικού Κώδικα. Η ζωή του «αλήτη» στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις συνδέεται με την εξαθλίωση, αλλά συγχρόνως και την ανεμελιά.
* * *
η (Α ἀλητεία) [ἀλητεύω]
νεοελλ.
(με μειωτική σημασία) συνεχής και άσκοπη περιπλάνηση στους δρόμους, αγυρτεία
αρχ.
περιπλάνηση, περιδιάβαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀλητεία — ἀλητείᾱ , ἀλητεία wandering fem nom/voc/acc dual ἀλητείᾱ , ἀλητεία wandering fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλητεία — η το να είναι κανείς αλήτης: Την αλητεία την τιμωρεί ο νόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλητείας — ἀλητείᾱς , ἀλητεία wandering fem acc pl ἀλητείᾱς , ἀλητεία wandering fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλητείαν — ἀλητείᾱν , ἀλητεία wandering fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλητείαις — ἀλητεία wandering fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλητείης — ἀλητεία wandering fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλατεία — ἀλατεία, η (Α) δωρ. τ. αντί ἀλητεία* …   Dictionary of Greek

  • αλητεύω — (Α ἀλητεύω) (με μειωτική σημασία) περιπλανιέμαι συνεχώς και άσκοπα στους δρόμους, ζω και συμπεριφέρομαι σαν αλήτης αρχ. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλήτης. ΠΑΡ. αλητεία] …   Dictionary of Greek

  • ρεμπέλεμα — το, Ν [ρεμπελεύω] 1. τεμπελιά, απραξία 2. άσκοπο τριγύρισμα, αλητεία 3. ανταρσία …   Dictionary of Greek

  • σουρτούκεμα — το, Ν [σουρτουκεύω] η άσκοπη περιπλάνηση στους δρόμους, αλητεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”